θώκος

θώκος
ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος)
έδρα, κάθισμα
νεοελλ.
1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα
2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος»)
3. φρ. «οικολογικός θώκος» — η μικρότερη ομάδα βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα είδος
αρχ.
1. έδρα ιερέα
2. συνέδριο, συνέλευση, βουλή
3. αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάκος < *θάFακος, με συναίρεση. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η γλώσσα τού Ησύχ. θάβακον
θάκον ή θρόνον. Η προέλευση, όμως, τού διαλεκτικού τ. θώκος < *θόFακος ή *θώFακος οδηγεί στην υπόθεση ότι και ο τ. θάκος ανάγεται σε *θόFακος, απ' όπου το θάFακος (> θάκος) με προληπτική αφομοίωση. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. θω- / θα-) συνδέεται με το τίθημι, θωμός, θαμά.
ΠΑΡ. αρχ. θακείον, θακεύω, θακώ, θάσσω, θοάζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ερημόθωκος, κοινόθακος, σύνθακος, σύνθωκος, υψίθωκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θώκος — ο 1. ιδιαίτερο κάθισμα, συνήθως για επισήμους: Προεδρικός θώκος. 2. αξίωμα: Κατέλαβε τον υπουργικό θώκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θῶκος — θᾶκος seat masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] …   Dictionary of Greek

  • θάκος — θᾱκος, επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, ό (Α) βλ. θώκος …   Dictionary of Greek

  • θόωκος — θόωκος, ὁ (Α) θώκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού θώκος*] …   Dictionary of Greek

  • υψίθωκος — και ύψιθόωκος, ον, Α ὑψίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό θωκος] …   Dictionary of Greek

  • девать — одевать, ст. слав. одѣвати и т. д., итер. от деть. Ср. лит. dėvėti носить на себе (платье) , греч. ἔθεαν, τιθέασι, θῶκος сидение из *θόακος (Фик 1, 465; Бецценбергер – Фик, ВВ 6, 238) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ORNITHOMANTIA — Graecis dicta fuit, ex avibus praesagia desumendi ars: Has enim Deorum ministras, ab iisdem hominibus obici, ut futura ex illis discerent, veteri superstitione creditum. Ovid. Fastor. l. 1. v. 447. Nam Diis ut proxima quaeque, Nunc pennâ veras,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αντιθόωκος — ἀντιθόωκος, ον (Α) ο αντίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θόωκος, επικ. τ. του θώκος «έδρα, κάθισμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”